- στονόεσσα
- στονόειςcausing groansfem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στονοέσσαι — στονοέσσᾱͅ , στονόεις causing groans fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στονόεσσ' — στονόεσσα , στονόεις causing groans fem nom/voc sg στονόεσσαι , στονόεις causing groans fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στονόεις — και στενόεις εσσα, εν, Α 1. αυτός που προκαλεί κλάμα με αναστεναγμούς (α. «στονόεντος ἐν τομᾷ σιδάρου» Σοφ. β. «στονόεσσα πλαγά», Αισχύλ. γ. «βέλεα στονόεντα», Ομ. Ιλ.) 2. γεμάτος στεναγμούς, θλιβερός, θρηνώδης (α. «Παιὰν δὲ λάμπει στονόεσσα τε… … Dictionary of Greek